- προαιδέομαι
- προαιδέομαι,A owe one special respect, be under obligations to one, ἤγειρον δωτίνας ἐκ τῶν πολίων, αἵτινές σφι προαιδέατό κού τι ([dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf.) Hdt.1.61;
τίς ἐστι . . , τῷ ἐγὼ προαιδεῦμαι; Id.3.140
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.